-
1 παρα-στάς
παρα-στάς, άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = πρόδομος, Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῠ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.
-
2 δί-εφθος
δί-εφθος, zerkocht, gar gekocht, Hippocr., Arist. H. A. 5, 15; kom. ἐκ τοῠ βαλανείου δ. ἔρχομαι Phereer. Ath. XI, 481 b.
-
3 ἐπι-σκευή
ἐπι-σκευή, ἡ, die Wiederherstellung, Ausbesserung, τῶν ἱρῶν Her. 2, 174; τῶν νεῶν Thuc. 1, 52; τοῠ βαλανείου Is. 5, 28; τῶν τειχῶν Dem. 18, 311 u. Sp.; χορηγίαι καὶ ἐπισκευαί, Ausrüstung, Pol. 1, 72, 3. – Im plur. auch Geräthschaften, Dem. 27, 20; Pol. 11, 9, 1. – Bei Isocr. 7, 52 hat Bekker κατασκευάς hergestellt.
См. также в других словарях:
αλειπτήριον — ἀλειπτήριον, το (Α) μέρος τού αρχαίου γυμναστηρίου ή τού βαλανείου τών Ρωμαίων, όπου γινόταν η επάλειψη τών αθλητών με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλειπτήρ ή απευθείας από το ρ. ἀλείφω] … Dictionary of Greek
φιλοκαλία — η, ΝΜΑ [φιλόκαλος] 1. αγάπη για το ωραίο, καλαισθησία 2. ως κύριο όν. Φιλοκαλία εκκλ. απάνθισμα τών συγγραμμάτων τού Ωριγένους,το οποίο συνέταξαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός μσν. αρχ. φροντίδα, προσοχή αρχ. 1. καλαίσθητη… … Dictionary of Greek
подъбаньныи — (1*) пр. Расположенный под баней: и тако по лѣтѣ. въверьже его… во огненое ражьжень[ѥ]. подъбаньное. и изгорѣ тѣмь. (εἰς τὸ ὑποκαυστήριον τοῦ βαλανείου) ПНЧ к. XIV, 121б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek
Εσπερίων, δήμος — Νέος δήμος (8.136 κάτ.) του νομού Κερκύρας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίων Δούλων, Αγραφών, Αντιπερνών, Αυλιωτών, Βαλανείου, Βελονάδων, Καβαλλουρίου, Καρουσάδων, Μαγουλάδων, Περουλάδων και… … Dictionary of Greek
баньныи — (8*) пр. 1.Пр. к банѩ во 2 знач.: двьри баньны˫а часто ѡ(т)вьрзаѥмы. оутрьнюѫ теплотоу издрѣють вънъ. СбТр ХII/ХIII, 112; Не лѣть нико||моу же дыма ѡ(т) поварьніци или ѡ(т) пещи баньное на соусѣда поущати. (βαλανείου) КР 1284, 320а б; Ефрѣмъ...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… … Dictionary of Greek